- καπάντζα
- η1. παγίδα για τη σύλληψη πτηνών ή ποντικών2. καταπακτή3. πρόσθετο παραθυρόφυλλο με το οποίο καλύπτονται οι βιτρίνες τών καταστημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapanca].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
capan — CAPÁN, capanuri s.n. (Turcism înv.) Magazie care servea ca depozit (de alimente) pentru trupele turceşti. – Din tc. kapan. Trimis de valeriu, 11.02.2003. Sursa: DEX 98 capán s. n., pl. capánuri Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar… … Dicționar Român
ποντικοπαγίδα — η παγίδα για ποντίκια, αλλ. φάκα, καπάντζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)